- γενειάς
- η (Α)βλ. γενειάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γενειάς — beard fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάδα — γενειάς beard fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάδας — γενειάς beard fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάδες — γενειάς beard fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάδι — γενειάς beard fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάδος — γενειάς beard fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάδων — γενειάς beard fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάσιν — γενειάς beard fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάδα — και γενεάδα, η (AM γενειάς, άδος) [γένειον] γένεια αρχ. στον πληθ. αἱ γενειάδες τα μάγουλα … Dictionary of Greek
γενειάζω — (AM γενειάζω) 1. αποκτώ, βγάζω γένια 2. φθάνω σε αντρική ηλικία, γίνομαι άντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γένυς δυνατόν όμως να συσχετισθεί η λ. και με τον τ. γενειάς] … Dictionary of Greek